(το) ουσ. (Κ κενόν) χώρος όπου δεν υπάρχει τίποτα, χάσμα
κενό: χρόνος που δεν υπάρχει.
κενό: άλλοτε μόνος άλλοτε με παρέα.
κενό: ο χρόνος που είσαι «έξω».
Η παύση απ΄ τις έγνοιες του μικρόκοσμου της τάξης που γεμίζει με ατέλειωτα διορθώματα, με επαναλαμβανόμενες συζητήσεις, με επαναλαμβανόμενες ασημαντότητες.
Φωτογραφίζοντας στο κενό...